θυληματα

θυληματα
    θυλήματα
    θῡλήματα
    τά [θύω] приносимое в жертву, жертва
    

(σπλάγχνα καὴ θ. Arph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "θυληματα" в других словарях:

  • θυλήματα — θύλημα that which is offered neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύλημα — και θυήλημα, τὸ (Α)·1. αυτό που προσφέρεται, η ιερή προσφορά, η θυσία 2. συν. στον πληθ. τὰ θυλήματα το θυμίαμα, τα πλακούντια*. [ΕΤΥΜΟΛ. Συγκεκομμένος τ. τού θυήλημα < θυηλούμαι] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»